Dictionary of Greek. 2013.
υποπρό — και ὑππρό Α πρόθ. 1. μόλις πριν από.. 2. ακριβώς μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. προθ. ὑπό + πρό, ενώ ο τ. ὑπ πρό με συγκοπή] … Dictionary of Greek